- δερματοφόρος
- δερματο-φόρος, Felle als Kleidung tragend
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
δερματοφόρος — δερματοφόρος, ον (Α) ντυμένος με δέρμα ή προβιά … Dictionary of Greek
δερματοφόροι — δερματοφόρος clothed in skins masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δέρμα — I (Ανατ.).Προστατευτικό όργανο (πάχους 0,5 4 χιλιοστών), που καλύπτει ολόκληρη την επιφάνεια του σώματος και μεταπίπτει, κατά τις φυσικές οπές του, στους βλεννογόνους. Αποτελείται από ένα λεπτό επιφανειακό στρώμα επιθηλιακού ιστού, την επιδερμίδα … Dictionary of Greek